Σύνοψη
Υπόβαθρο. Ξεκινώντας από πιο πρωτόγονες εποχές, από το 600 μ.Χ. μέχρι και τον 19ο και τον 20ο αιώνα, όπου κάποιες προσπάθειες έλαβαν χώρα με μικρή επιτυχία, φτάνουμε τελικά στη σημερινή εποχή όπου τα οδοντικά εμφυτεύματα αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της οδοντιατρικής και είναι η πλέον συνιστώμενη μέθοδος.
Σκοπός. Η συγκεκριμένη μη πειραματική μελέτη κοόρτης έχει κυρίως σκοπό να μας δώσει πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα των οδοντικών εμφυτευμάτων.
Στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας των οδοντικών εμφυτευμάτων χρησιμοποιώντας πληροφορίες οι οποίες συλλέγονται από οδοντιατρεία. Θα δοθούν επίσης πληροφορίες σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη των οδοντικών εμφυτευμάτων.
Μέθοδοι. Η συγκεκριμένη μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω της σύγκρισης δειγμάτων από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Έχουμε λάβει την έγγραφη συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης του οδοντιάτρου που προσφέρθηκε να μας παράσχει τα δεδομένα τα οποία χρειαζόμασταν.
Αποτελέσματα. 60% εκείνων στους οποίους πραγματοποιήθηκε θεραπεία μέσω οδοντικών εμφυτευμάτων ήταν μεταξύ 45 και 75 ετών. Ο βαθμός επιτυχίας για την κάτω γνάθο αγγίζει το 97%, ενώ για την άνω γνάθο ανέρχεται περίπου στο 94%. Μέχρι την ηλικία των 45 ετών, το 65% των ασθενών που εξετάστηκαν είχαν χάσει τουλάχιστον ένα δόντι, ενώ μέχρι την ηλικία των 75 ετών, το 20% των ασθενών είχαν χάσει όλα τους τα δόντια.
Συμπέρασμα. Τα αποτελέσματα που ευρέθησαν είναι αρκετά αξιόπιστα καθώς τα ποσοστά είναι παρόμοια με εκείνα της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Ενδοδοντολόγων. Επιπλέον, η στοματική υγεία του ασθενούς παίζει πολύ σημαντικό ρόλο σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα των εμφυτευμάτων.
Εισαγωγή
Είναι ευρέως γνωστό ότι στις ημέρες μας παρατηρείται σημαντική πρόοδος στον χώρο της ιατρικής και το ίδιο ισχύει και για την Οδοντιατρική, ιδιαίτερα με την εισαγωγή των εμφυτευμάτων στον συγκεκριμένο τομέα. Από τότε υπήρξαν πολλές εφαρμογές της καινούργιας αυτής τεχνολογίας με πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα. Όμως, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι το πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμφυτεύματα, στην πραγματικότητα και πώς εξελίχθηκε η εφαρμογή τους και οι σχετικές μέθοδοι κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Τα εμφυτεύματα είναι ένας σχετικά καινούργιος τομέας στην Οδοντιατρική. Παρόλ’ αυτά, στις μέρες μας τα οδοντικά εμφυτεύματα έχουν να επιδείξουν έναν υψηλό βαθμό επιτυχίας και έχουν αλλάξει με επαναστατικό τρόπο τις διαδικασίες και μεθόδους που χρησιμοποιούμε στην Οδοντιατρική προσφέροντας υψηλή αισθητική και ευκολία. Όμως αυτό δεν ίσχυε πάντα. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι παρόλο που τα οδοντικά εμφυτεύματα πρωτοεμφανίστηκαν το 19ο αιώνα, ακόμη και πρώιμοι πολιτισμοί επιχείρησαν να αντικαταστήσουν δόντια με διάφορα είδη εμφυτευμάτων. Οι πρώτες προσπάθειες έλαβαν χώρα εκατοντάδες χρόνια πριν, καθώς ανακαλύφθηκε ότι έλαβαν χώρα στον πολιτισμό των Μάγια, περίπου το 600 μ.Χ. Αρχαιολόγοι έχουν ανακαλύψει κρανία στα οποία τα δόντια είχαν αντικατασταθεί από υλικά όπως πέτρες ή κομμάτια οστράκων. Παρά τις πρωτόγονες μεθόδους που εφαρμόζονταν εκείνη την εποχή, κάποιες από αυτές τις πρώιμες προσπάθειες ήταν στην πράξη επιτυχείς, καθώς μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι τα υλικά αυτά έχουν στην πράξη συγχωνευτεί με τα οστά.(1)
Η πρώτη τεκμηριωμένη προσπάθεια χρονολογείται από το 1809 με ελάχιστη επιτυχία. Πραγματοποιήθηκε από τον Maggiolo και συνίσταται στη χρήση ενός σωληνωτού εμφυτεύματος από χρυσό απευθείας στο σημείο απ’όπου είχε πρόσφατα αφαιρεθεί ένα δόντι. Η επέμβαση όμως ήταν αποτυχημένη, εξαιτίας σημαντικής φλεγμονής στα ούλα. Δίνοντας περισσότερη προσοχή σε αυτό, έγιναν περισσότερες προσπάθειες για να δημιουργηθεί το «τέλειο» υλικό για τα οδοντικά εμφυτεύματα όπως η πορσελάνη, το ασήμι και το ιρίδιο, χωρίς όμως επιτυχία. Οι έρευνες για το κατάλληλο υλικό συνεχίστηκαν και στα επόμενα χρόνια μέχρι το 1930, οπότε και οι αδελφοί Strock χρησιμοποίησαν ορθοπαιδικές βίδες για να αντικαταστήσουν μεμονωμένα δόντια σε ανθρώπους και σκύλους και η συγκεκριμένη εμφύτευση σε οστό θεωρείται ως και η πρώτη επιτυχής. Αργότερα, το 1966, εισήχθη η χρήση του ενδοοστικού εμφυτεύματος-λάμας από τον Δρ. Linkow, το οποίο αγκυρωνόταν στο οστό δημιουργώντας μια αύλακα σε αυτό. Όμως το συγκεκριμένο εμφύτευμα χαλάρωνε συνεχώς και απαιτούνταν η αφαίρεσή του μετά από επακόλουθη μόλυνση. Το 1952 μια σημαντική ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε από ένα Σουηδό ορθοπαιδικό-χειρουργό, τον Per-Ingvar Branemark ο οποίος ανακάλυψε, μέσω πειραμάτων σε κουνέλια, ότι τα εμφυτεύματα από τιτάνιο τα οποία είχαν εμφυτευτεί στις περόνες τους, είχαν συγχωνευτεί με τα οστά εμποδίζοντας την αποκόλλησή τους. Κατόπιν, το 1965, δημιούργησε μια γέφυρα που στηριζόνταν σε εμφυτεύματα η οποία ήταν, κατά εκπληκτικό τρόπο, ακόμη λειτουργική όταν ο ασθενής πέθανε το 2005. Αυτά τα εμφυτεύματα από τιτάνιο εγκρίθηκαν από την Οδοντιατρική κοινότητα το 1978 και η χρήση τους εισήχθη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1982 μετά από έγκριση της Οδοντιατρικής Ομοσπονδίας.
(2) (3)
Στις μέρες μας, τα οδοντικά εμφυτεύματα είναι μια από τις πλέον σημαντικές οδοντιατρικές τεχνολογίες που είναι μέχρι στιγμής διαθέσιμες. Αντικαθιστούν τα δόντια που λείπουν. Ένα εμφύτευμα είναι ένας μικρός άξονας από τιτάνιο ο οποίος αντικαθιστά το τμήμα της ρίζας του δοντιού που λείπει και τοποθετείται μέσα στο οστό της άνω ή κάτω γνάθου, όπως ακριβώς ισχύει και για τις ρίζες των φυσικών δοντιών. Στον άξονα αυτόν είναι προσαρτημένο το άκρο-στήριγμα στο οποίο τοποθετείται η εξατομικευμένα κατασκευασμένη στεφάνη (θήκη). Εκτός από την αντικατάσταση ενός μεμονωμένου δοντιού, ένα εμφύτευμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη στήριξη μιας ομάδας δοντιών, όπως μιας γέφυρας, ή ακόμη και για τη στήριξη και σταθεροποίηση αφαιρούμενων οδοντοστοιχιών. Επιπρόσθετα, τα εμφυτεύματα βοηθούν στην ανάπλαση της περιβάλλουσας οστικής μάζας που έχει χαθεί. Αυτού του είδους η απώλεια οστού είναι αναπόφευκτη όταν χαθεί ένα δόντι και ακόμη περισσότερο όταν λείπουν πολλά δόντια. Όσο η απώλεια δοντιών αυξάνεται τόσο αυξάνεται και η απώλεια οστού. Όσο περισσότερο χρονικό διάστημα λείπει ένα δόντι τόσο μεγαλύτερη η επιδείνωση, γεγονός που καθιστά τις μελλοντικές προσπάθειες τοποθέτησης εμφυτευμάτων πολύ πιο δύσκολες. Όμως, υπάρχει μια συνήθης διαδικασία που είναι γνωστή ως μεταμόσχευση οστού, η οποία μπορεί να συμβάλει στην ανάπλαση του οστού στα σημεία όπου έχει χαθεί οστική μάζα ώστε να διασφαλιστεί η επιτυχής τοποθέτηση του εμφυτεύματος. Τα οδοντικά εμφυτεύματα μπορούν στην πράξη να σταματήσουν την απώλεια οστού καθώς το τιτάνιο μπορεί να συγχωνευτεί με τον περιβάλλοντα οστικό ιστό και να γίνει ένα με το οστό μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες. Αυτή η ειδική ιδιότητα του τιτανίου, να ενσωματώνεται στο οστό αποκαλείται Οστεοενσωμάτωση και κατατάσσει το τιτάνιο ως ένα βιοσυμβατό υλικό, το οποίο σημαίνει ότι δεν απορρίπτεται από τον ανθρώπινο οργανισμό. (4) (Σχήμα 1)
Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα των Οδοντικών Εμφυτευμάτων είναι η αντοχή τους: Το εμφύτευμα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αντικαθιστά τις ρίζες του δοντιού, είναι κατασκευασμένο από τιτάνιο και παρέχει γερά θεμέλια χάρη στην ικανότητά του να συγχωνεύεται με τον περιβάλλοντα ιστό, μια ιδιότητα που είναι γνωστή ως οστεοενσωμάτωση. Αυτό σημαίνει ότι θα διαρκέσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.(5)
Επίσης βελτιώνει την εμφάνιση, την ομιλία, την άνεση κατά την μάσηση: Η στεφάνη (θήκη) η οποία είναι έτσι κατασκευασμένη που να συνδέεται με το εμφύτευμα, έχει κατασκευαστεί εξατομικευμένα από έναν ειδικό που ονομάζεται οδοντοτεχνίτης ώστε να ταιριάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με τη διαμόρφωση και το χρώμα των φυσικών δοντιών, ώστε να προσφέρει τη μέγιστη ευκολία κατά την ομιλία, τη μάσηση της τροφής, και να προσφέρει αυτοπεποίθηση.
Τέλος, τα οδοντικά εμφυτεύματα εγγυώνται την καλύτερη στοματική υγεία.
Τα οδοντικά εμφυτεύματα, όταν έχουν κατασκευαστεί και τοποθετηθεί σωστά (είτε πρόκειται για μεμονωμένα οδοντικά εμφυτεύματα ή όταν αυτά στηρίζουν μια αφαιρούμενη οδοντοστοιχία ή ακόμη και μια γέφυρα) δεν επηρεάζουν τα γειτονικά δόντια, όπως συμβαίνει π.χ. στην περίπτωση μιας γέφυρας που στηρίζεται σε φυσικά δόντια. Λόγω του γεγονότος αυτού, τα γειτονικά δόντια παραμένουν ανέπαφα, βελτιώνοντας μακροπρόθεσμα τη στοματική υγεία. Επίσης είναι πολύ πιο εύκολο να διατηρηθούν καθαρά τα οδοντικά εμφυτεύματα.
Τα χαρακτηριστικά που θα πρέπει να έχει κάποιος ασθενής ώστε να είναι υποψήφιος για τοποθέτηση οδοντικών εμφυτευμάτων: πρώτον, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί μια συνολική εκτίμηση της γενικής υγείας του ασθενούς. Έπειτα υπάρχει ένα πλήθος ζητημάτων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, με το πιο σημαντικό από αυτά να είναι αν υπάρχει επαρκής οστική μάζα στη γνάθο ώστε να στηριχτεί το εμφύτευμα. Αυτό όμως μπορεί εύκολα να εκτιμηθεί λαμβάνοντας μια πανοραμική ακτινογραφία ώστε να μάθουμε την ανατομική δομή της γνάθου και να αποφασίσουμε αν τελικά μπορεί να πραγματοποιηθεί η επέμβαση. Επίσης, ασθενείς που είναι μανιώδεις καπνιστές ή πάσχουν από χρόνιες ασθένειες, όπως ο διαβήτης ή οι καρδιοπάθειες θα πρέπει να εκτιμούνται σε μεμονωμένη βάση. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις η επέμβαση μπορεί να πραγματοποιηθεί.(6)
Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης είναι να παράσχει πληροφορίες ιστορικού περιεχομένου για την εξέλιξη των οδοντικών εμφυτευμάτων κατά το παρελθόν και την αποτελεσματικότητά τους στις μέρες μας.
Υλικά και Μέθοδοι
Η συγκεκριμένη μη πειραματική μελέτη κοόρτης πραγματοποιήθηκε μέσω της σύγκρισης δειγμάτων από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Έχουμε λάβει την έγγραφη συγκατάθεση κατόπιν ενημέρωσης του οδοντιάτρου που προσφέρθηκε να μας παράσχει τα σχετικά δεδομένα για τα οδοντικά εμφυτεύματα.
Δείγμα: Το δείγμα αποτελούνταν από πολλές διαφορετικές περιπτώσεις ασθενών (18) που έλαβαν θεραπεία από το συγκεκριμένο οδοντιατρείο από το οποίο λάβαμε τα δεδομένα. Οι περισσότεροι από τους ασθενείς διαμένουν στην Αθήνα, την πρωτεύουσα της Ελλάδας, ενώ οι υπόλοιποι ασθενείς προέρχονται από κάποια χωριά κοντά στην Αθήνα και από νησιά. Οι ηλικιακές ομάδες χωρίστηκαν στις ηλικίες μεταξύ 20 και 45 ετών και μεταξύ 45 και 75 ετών.
Συλλογή δεδομένων: Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από ένα οδοντιατρείο, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας και λειτουργεί από το 1993. Όλοι οι ασθενείς των οποίων οι υποθέσεις χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή τη μελέτη γνώριζαν ότι θα εξετάζαμε τα αποτελέσματα της θεραπείας που είχαν λάβει. Τα ερωτήματα τα οποία θέλουμε να απαντηθούν μέχρι την ολοκλήρωση αυτής της μελέτης είναι: Ποια είναι η Συχνότητα Τοποθέτησης Οδοντικών Εμφυτευμάτων σε συνάρτηση με την ηλικία, Ποιος είναι ο Βαθμός Επιτυχίας και Αποτυχίας σύμφωνα με τα αποτελέσματα, Ποια η ανάγκη Τοποθέτησης Εμφυτευμάτων σε συνάρτηση με την ηλικία.
Αποτελέσματα
Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν ότι το 60% των ασθενών στους οποίους τοποθετήθηκαν οδοντικά εμφυτεύματα ήταν μεταξύ 45 και 75 ετών (Σχήμα 2). Επιπλέον, ο βαθμός επιτυχίας ήταν εξαιρετικά υψηλός. Πιο συγκεκριμένα, ο βαθμός επιτυχίας στην κάτω γνάθο αγγίζει το 97% (Σχήμα 3) ενώ στην άνω γνάθο είναι περίπου 94% (Σχήμα 4). Συγκριτικά ο βαθμός αποτυχίας ήταν πολύ χαμηλός. Έχει εκτιμηθεί ότι οδοντικά εμφυτεύματα μπορούν να διαρκέσουν, χωρίς να προκαλέσουν προβλήματα για πάνω από 40 χρόνια. Επίσης, ήταν εντυπωσιακό ότι, μέχρι την ηλικία των 45 ετών, το 65% των ασθενών που εξετάστηκαν είχαν χάσει τουλάχιστον ένα δόντι (οπότε χρειάζονταν ένα οδοντικό εμφύτευμα) (σχήμα 5), ενώ μέχρι την ηλικία των 75 ετών, το 20% των ασθενών είχαν χάσει όλα τους τα δόντια (Σχήμα 6).
Σχήμα 2. Συχνότητα Οδοντικών Εμφυτευμάτων σε συνάρτηση με την ηλικία
Σχήμα 4. Επιτυχία οδοντικών εμφυτευμάτων στην άνω γνάθο
Σχήμα 6. Μέχρι την ηλικία των 75 ετών
Σχήμα 5. Μέχρι την ηλικία των 45 ετών
Σχήμα 3. Επιτυχής τοποθέτηση οδοντικών εμφυτευμάτων στην κάτω γνάθο
Συζήτηση
Κατά τη διεξαγωγή της μελέτης παρατηρήσαμε ότι το 60% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία ήταν μεταξύ 45 και 75 ετών. Είναι ευρέως γνωστό ότι όσο μεγαλώνει η ηλικία μας, τόσο περισσότερα δόντια χάνουμε, εξαιτίας συγκεκριμένων χρονίων λοιμώξεων, όπως για παράδειγμα η περιοδοντίτιδα, που προσβάλλουν τα ούλα και το οστό της γνάθου. Ως αποτέλεσμα αυτού, το οστό αποσυντίθεται και το αντίστοιχο δόντι γίνεται πιο ευαίσθητο, οπότε είτε πέφτει από μόνο του, είτε θα πρέπει να πραγματοποιηθεί εξαγωγή. Κάποια άλλα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι ο βαθμός επιτυχίας όσον αφορά τα οδοντικά εμφυτεύματα είναι περίπου 94-97%. Αυτό οφείλεται στην ανάπτυξη και εξέλιξη των υλικών και της τεχνολογίας των εμφυτευμάτων καθώς και στις νέες προηγμένες τεχνικές εμφύτευσης, οι οποίες επιτρέπουν πλέον στον εξειδικευμένο οδοντίατρο να πραγματοποιεί αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις με ακρίβεια. Επίσης, η επιτυχία των εμφυτευμάτων εξαρτάται από την ποσότητα και την πυκνότητα της οστικής μάζας του οστού της γνάθου και την κατάλληλη φροντίδα εκ μέρους του ασθενούς. Από την άλλη, η πιο συχνή αιτία αποτυχημένης τοποθέτησης εμφυτευμάτων είναι η αδυναμία του οδοντικού εμφυτεύματος να ενσωματωθεί σωστά στο οστό της γνάθου, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει το εμφύτευμα την απαιτούμενη σταθερότητα. Ένας άλλος παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει στην αποτυχία των εμφυτευμάτων είναι ο τρόπος ζωής, για παράδειγμα το κάπνισμα, η υψηλή κατανάλωση αλκοόλ ή φαρμάκων. Επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι μέχρι την ηλικία των 45 ετών έχουν χάσει τουλάχιστον ένα δόντι (65%). Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την έλλειψη σωστής στοματικής υγιεινής, καθώς πολλοί άνθρωποι δεν φροντίζουν τα δόντια τους, ή μπορεί να είναι αποτέλεσμα κακών συνηθειών όπως το κάπνισμα και η λήψη φαρμάκων. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη κάποιους περιορισμούς οι οποίοι είναι πιθανό να επηρέασαν τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, για παράδειγμα ο όχι και τόσο μεγάλος αριθμός ασθενών που εξετάστηκαν και η κατάρτιση και οι δεξιότητες του οδοντιάτρου που πραγματοποίησε τις χειρουργικές επεμβάσεις. Επιπλέον, η γενική στοματική υγεία του ασθενούς είναι πιθανό να επηρεάσει την όλη διαδικασία. Τα αποτελέσματα που λάβαμε από αυτή την έρευνα συγκρίθηκαν με τα αποτελέσματα άλλων ερευνών, όπως εκείνης που πραγματοποιήθηκε από την Αμερικανική Ομοσπονδία Ενδοδοντολόγων. Το αποτέλεσμα της έρευνάς μας όσον αφορά το βαθμό επιτυχίας τοποθέτησης ιατρικών εμφυτευμάτων είναι 94% για την άνω γνάθο και 97% για την κάτω γνάθο, ενώ το αντίστοιχο αποτέλεσμα της Αμερικανικής Ομοσπονδίας είναι 99,3%.(7)
Συμπέρασμα
Τα αποτελέσματα της μελέτης κατέδειξαν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που μέχρι την ηλικία των 45 ετών έχουν χάσει τουλάχιστον ένα δόντι είναι 65%. Επίσης, ο βαθμός επιτυχίας της θεραπείας μέσω τοποθέτησης οδοντικών εμφυτευμάτων είναι εξαιρετικά υψηλός και για την άνω και για την κάτω γνάθο. Καταλήξαμε σε αυτό το συμπέρασμα επειδή ο βαθμός επιτυχίας για την άνω γνάθο είναι 94%, ενώ για την κάτω γνάθο είναι 97%. Το αντίστοιχο αποτέλεσμα που ευρέθηκε από την Αμερικανική Ομοσπονδία Ενδοδοντολόγων είναι παρόμοιο με το δικό μας (99,3%).
Έτσι μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο αποτελεσμάτων. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ο όχι και τόσο μεγάλος αριθμός των ασθενών που εξετάσθηκαν καθώς και η κατάρτιση και οι δεξιότητες του οδοντιάτρου που πραγματοποίησε τις επεμβάσεις. Επιπλέον, η γενική στοματική υγεία του ασθενούς είναι πιθανό να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα των εμφυτευμάτων.
ΛΑΓΙΟΥ Νεφέλη – ΜΥΛΩΝΑΚΗΣ Ιάσων